άμα

άμα
1. επίρρ. одновременно с, вместе с; сразу (же) после;

άμα τη αφίξει — с приездом, сразу по приезде;

άμα τη λήψει — по получении;

άμα τη αγγελία — одновременно с известием;

άμα τή ημέρα — на рассвете, с наступлением дня;

άμα τη εμφανίσει — а) при первом появлении; — б) при предъявлении;

§ εν τω άμα — вмиг, мгновенно;

άμ· έπος άμ· έργον сказано — сделано;
2. σονδ. 1) если;

άμα θέλεις — если хочешь;

2) когда; как только;

άμα θά·ρθείς — когда придёшь;

§ άμα τον ξαναϊδείς γράψε τον поминай как звали; и был таков

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "άμα" в других словарях:

  • ἄμα — ἄμᾱ , ἄμη shovel fem nom/voc/acc dual ἄμᾱ , ἄμη shovel fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄμπ repose neut nom/voc/acc sg ἄ̱μᾱ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱μᾱ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμᾶ — ἅμα at once doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμᾷ — ἅμα at once doric (indeclform adverb) ἁ̱μᾷ , ἁμός 1 fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅμα — at once indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… …   Dictionary of Greek

  • αμά — (I) (σύνδ.) βλ. μα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμμή με επίδραση τού αλλά και άλλων επιρρημάτων σε α, ή από επίδραση τού ιταλ. ma «αλλά, μα»]. (II) ἀμά, η λέξη μυκηναϊκή (από την Κνωσό) που σήμαινε πιθανώς «τη συγκομιδή» (a ma). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας.… …   Dictionary of Greek

  • ἀμά — ἀ̱μά , ἁμός 1 neut nom/voc/acc pl ἀ̱μά̱ , ἁμός 1 fem nom/voc/acc dual ἀ̱μά̱ , ἁμός 1 fem nom/voc sg (doric aeolic) ἡμός neut nom/voc/acc pl (aeolic) ἀμά̱ , ἡμός fem nom/voc/acc dual (aeolic) ἀμά̱ , ἡμός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμα — σύνδεσμος χρονικός, όταν: Άμα τον είδε έτρεξε και τον αγκάλιασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἅμᾳ — ἄμαι , ἄμη shovel fem nom/voc pl ἄμᾱͅ , ἄμη shovel fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. — ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. См. Сказано, сделано …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἅμα καὶ τὸ χρήσιμον καὶ τὸ τερπνὸν ἐκ τῆς ἱστορίας λαβεῖν. — ἅμα καὶ τὸ χρήσιμον καὶ τὸ τερπνὸν ἐκ τῆς ἱστορίας λαβεῖν. См. Полезное с приятным …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»